Υποχρεώσεις «Συνδεδεμένων Επιχειρήσεων» για «Τεκμηρίωση» των μεταξύ τους «Συναλλαγών» με βάση τα προβλεπόμενα στα άρθρα 39 εώς 39Γ του Ν.2238/94 Κ.Φ.Ε.
Κωνσταντίνος Νιφορόπουλος
Ορκωτός Ελεγκτής-Λογιστής
Κωστής Ν. Ντρούκας, MSc
Οικονομολόγος – Σύμβουλος Επιχειρήσεων
Δεδομένου ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί η προβλεπόμενη στο « Άρθρο 39Α. Τεκμηρίωση τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών », απόφαση σύμφωνα με την οποία : « 8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ( σημ : δηλ. 23/2/2013 ) , καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα τα οποία είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων και συγκεκριμένα, το υποχρεωτικό περιεχόμενο του Φακέλου Τεκμηρίωσης της παραγράφου 3, το περιεχόμενο του συνοπτικού πίνακα πληροφοριών, η γλώσσα στην οποία τηρούνται οι ως άνω πληροφορίες, οι μέθοδοι, τρόποι και διαδικασίες προσδιορισμού των τιμών των συναλλαγών αυτών, η διαδικασία επικαιροποίησης των φακέλων τεκμηρίωσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. », και επιπλέον σύμφωνα με την παρ. 17 του Άρθρου 11 «Τεκμηρίωση τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών» , του Ν. 4110/13 , ορίζονται τα εξής : «17. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 και 5 εφαρμόζονται για ενδοομιλικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1.1.2012 και μετά. Ειδικά για τη διαχειριστική περίοδο 2012, ο φάκελος τεκμηρίωσης καταρτίζεται και οι σχετικές καταστάσεις υποβάλλονται μέχρι τις 10 Μαΐου 2013…………..», προσπαθούμε να δοθεί μια προσέγγιση του θέματος « ποιες επιχειρήσεις υποχρεούνται σε τεκμηρίωση ενδοομιλικών συναλλαγών », ώστε να γίνει η κατάλληλη προετοιμασία εκ μέρους των αρμοδίων κάθε επιχείρησης.
Δύο είναι οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή μιας επιχείρησης στις υποχρεώσεις που προβλέπουν τα άρθρα 39 έως 39Γ του Ν.2238/94 Κ.Φ.Ε.
Πρώτη προϋπόθεση : Η επιχείρηση να είναι συνδεδεμένη με μια ή περισσότερες άλλες επιχειρήσεις αλλοδαπές ή ημεδαπές.
Δεύτερη προϋπόθεση : Να διενεργούνται μεταξύ τους συναλλαγές ( το είδος και το ύψος των οποίων αναλύεται κατωτέρω ) .
Α) Η έννοια των Συνδεδεμένων Επιχειρήσεων
Η υπαγωγή στις υποχρεώσεις περί ενδοομιλικών συναλλαγών και τεκμηρίωσης των τιμών τους ( άρθρα 39 έως 39Γ του Ν.2238/94, Κ.Φ.Ε ) προϋποθέτει πρωτίστως την ύπαρξη συνδεδεμένων επιχειρήσεων.
Ειδικότερα στο « Άρθρο 39. Διόρθωση κερδών τιμολογήσεων μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων », του Κ.Φ.Ε ορίζονται τα εξής : « 2. Ως συνδεδεμένες νοούνται οι επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής ή οικονομικής εξάρτησης ή ελέγχου, ιδίως λόγω συμμετοχής της μίας στο κεφάλαιο ή τη διοίκηση της άλλης ή λόγω συμμετοχής των ιδίων προσώπων στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση και των δύο επιχειρήσεων, καθώς και οι επιχειρήσεις οι οποίες διαθέτουν σε μία από τις συνδεδεμένες τα ανωτέρω δικαιώματα ή δυνατότητες επιρροής.»
Από την ανωτέρω διατύπωση δεν προκύπτει με σαφήνεια η έννοια των «συνδεδεμένων επιχειρήσεων» , για την υπαγωγή ή όχι στις υποχρεώσεις που προβλέπει η Νομοθεσία.
Παρακάτω γίνεται μια προσπάθεια αποσαφήνισης του όρου «συνδεδεμένη επιχείρηση» με παράθεση της αναφοράς της έννοια που κατά καιρούς σε διάφορους/ες νόμους ή/και εγκυκλίους – οδηγίες, Ελληνικής και της Νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης .
Αρχικά, με την σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων [Επίσημη Εφημερίδα L 124 της 20.05.2003], καθορίζεται ότι οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις αντιστοιχούν στην οικονομική κατάσταση επιχειρήσεων οι οποίες αποτελούν μέρος μιας ομάδας, μέσω του άμεσου ή έμμεσου ελέγχου της πλειοψηφίας του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου (συμπεριλαμβανομένων και μέσω των συμφωνιών ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, μέσω μετόχων που είναι φυσικά πρόσωπα) ή μέσω της εξουσίας άσκησης κυρίαρχης επιρροής σε μια επιχείρηση. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι συνδεδεµένες επιχειρήσεις είναι οι επιχειρήσεις που διατηρούν µεταξύ τους µια από τις ακόλουθες σχέσεις:
α) µια επιχείρηση κατέχει την πλειοψηφία των δικαιωµάτων ψήφου των µετόχων ή των εταίρων άλλης επιχείρησης
β) µια επιχείρηση έχει το δικαίωµα να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των µελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου άλλης επιχείρησης
γ) µια επιχείρηση έχει το δικαίωµα να ασκήσει κυριαρχική επιρροή σε άλλη επιχείρηση βάσει σύµβασης που έχει συνάψει µε αυτήν ή δυνάµει ρήτρας του καταστατικού αυτής της τελευταίας
δ) µια επιχείρηση που είναι µέτοχος ή εταίρος άλλης επιχείρησης ελέγχει µόνη της, βάσει συµφωνίας που έχει συνάψει µε άλλους µετόχους ή εταίρους της εν λόγω επιχείρησης, την πλειοψηφία των δικαιωµάτων ψήφου των µετόχων ή των εταίρων αυτής της επιχείρησης.
Οι επιχειρήσεις που διατηρούν µια από τις εν λόγω σχέσεις µέσω ενός φυσικού προσώπου ή οµάδας φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού θεωρούνται επίσης συνδεδεµένες επιχειρήσεις καθόσον ασκούν το σύνολο ή τµήµα των δραστηριοτήτων τους στην ίδια αγορά ή σε όµορες αγορές. Ως όµορη αγορά δε, θεωρείται η αγορά ενός προϊόντος ή υπηρεσίας που βρίσκεται αµέσως ανάντη ή κατάντη της σχετικής αγοράς.
Όσον αφορά την Ελληνική νομοθεσία, το άρθρο 26 του Ν. 3728/2008 ( αφορούσε την πρώτη στην Ελλάδα, Νομοθετική ρύθμιση του Υπ. Ανάπτυξης για τις Ενδοομιλικές Συναλλαγές και το οποίο καταργήθηκε με το άρθρο 11 παρ. 16. « Από τη δημοσίευση του παρόντος καταργείται το άρθρο 26 του ν. 3728/2008, με την επιφύλαξη των επόμενων εδαφίων. » ) για την έννοια και τον καθορισμό των συνδεδεμένων επιχειρήσεων ουσιαστικά μνημονεύει τις περιπτώσεις εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 42ε του Ν. 2190/1920. Σύμφωνα με αυτό, συνδεμένες επιχειρήσεις είναι:
α. Οι επιχειρήσεις εκείνες μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση μητρικής επιχείρησης προς θυγατρική. Σχέση μητρικής σχέσης προς θυγατρική υπάρχει όταν μία επιχείρηση (μητρική):
(αα) ή έχει την πλειοψηφία του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας άλλης (θυγατρικής) επιχείρησης, έστω και αν η πλειοψηφία αυτή σχηματίζεται ύστερα από συνυπολογισμό των τίτλων και δικαιωμάτων που κατέχονται από τρίτους για λογαριασμό της μητρικής επιχείρησης,
(ββ) ή ελέγχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου μιας άλλης (θυγατρικής) επιχείρησης ύστερα από συμφωνία με άλλους μετόχους ή εταίρους της επιχείρησης αυτής,
(γγ) ή συμμετέχει στο κεφάλαιο μιας άλλης επιχείρησης και έχει το δικαίωμα, είτε άμεσα, είτε μέσω τρίτων, να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των μελών των οργάνων διοίκησης της επιχείρησης αυτής (θυγατρικής),
δδ) – ή έχει την εξουσία να ασκεί ή πράγματι ασκεί κυριαρχική επιρροή ή έλεγχο σε άλλη επιχείρηση (θυγατρική επιχείρηση), – ή, με άλλη επιχείρηση (θυγατρική επιχείρηση), υπάγονται στην ενιαία διεύθυνση της μητρικής επιχείρησης.
Για την εφαρμογή των παραπάνω υποπεριπτώσεων στα ποσοστά συμμετοχής ή στα δικαιώματα ψήφου, καθώς και στα δικαιώματα διορισμού ή ανάκλησης που έχει η μητρική επιχείρηση, πρέπει να προστίθενται τα ποσοστά συμμετοχής και τα δικαιώματα κάθε άλλης επιχείρησης που είναι θυγατρική της ή θυγατρική θυγατρικής της.
Για την εφαρμογή των παραπάνω περιπτώσεων (αα), (ββ), (γγ) και (δδ), από τα αναφερόμενα ποσοστά συμμετοχής ή δικαιώματα ψήφου πρέπει να αφαιρούνται εκείνα που απορρέουν από:
(1) τις μετοχές ή τα μερίδια που κατέχονται για λογαριασμό άλλου προσώπου εκτός της μητρικής ή θυγατρικής επιχείρησης, ή
(2) τις μετοχές ή τα μερίδια που κατέχονται για εγγύηση, εφόσον τα δικαιώματα αυτά ασκούνται σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί, ή που κατέχονται για ασφάλεια δανείων που χορηγήθηκαν στα πλαίσια συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα της χορήγησης δανείων, υπό τον όρο ότι αυτά τα δικαιώματα ψήφου ασκούνται προς όφελος του παρέχοντος την εγγύηση.
Για την εφαρμογή των παραπάνω περιπτώσεων (αα) και (ββ), από το σύνολο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή εταίρων της θυγατρικής επιχείρησης πρέπει να αφαιρούνται τα ποσοστά κεφαλαίου ή τα δικαιώματα ψήφου που απορρέουν από τις μετοχές ή μερίδια που κατέχονται, είτε από την ίδια επιχείρηση, είτε από θυγατρικές της επιχειρήσεις, είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό των επιχειρήσεων αυτών.
β) Οι συνδεμένες επιχειρήσεις της προηγούμενης περίπτωσης α, και κάθε μία από τις θυγατρικές ή τις θυγατρικές των θυγατρικών των συνδεμένων αυτών επιχειρήσεων.
γ) Οι θυγατρικές επιχειρήσεις των προηγούμενων περιπτώσεων α και β, άσχετα αν μεταξύ των θυγατρικών αυτών δεν υπάρχει απευθείας δεσμός συμμετοχής.
δ) Οι συνδεμένες επιχειρήσεις των προηγούμενων περιπτώσεων α, β και γ και κάθε άλλη επιχείρηση που συνδέεται με αυτές με τις σχέσεις των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 96, η οποία ορίζει ότι κάθε επιχείρηση, που διέπεται από το Ελληνικό δίκαιο, υπόκειται σε ενοποίηση εφόσον:
– Η επιχείρηση αυτή, καθώς και μία ή περισσότερες επιχειρήσεις με τις οποίες δεν συνδέεται με τις σχέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 42ε, παρ. 5 περίπτ. α, έχουν τεθεί υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν συμβάσεως που έχει συναφθεί με την πρώτη επιχείρηση ή σύμφωνα με όρους του καταστατικού τους, ή
– Τα διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά όργανα της επιχείρησης αυτής, καθώς και μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων με τις οποίες δεν συνδέεται με τις σχέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 42ε παρ. 5 περιπτ. α, αποτελούνται κατά πλειοψηφία από τα ίδια πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.
Τον Δεκέμβριο του 2008, η εγκύκλιος του Υπουργείου Ανάπτυξης με αρ. πρωτ. Α2- 8092, διευκρίνιζε ότι στην υποχρέωση της τεκμηρίωσης τιμών των ενδοομιλικών συναλλαγών για την τήρηση της αρχής των ίσων αποστάσεων εμπίπτουν οι ημεδαπές Ανώνυμες Εταιρίες και Εταιρίες Περιορισμένης Ευθύνης, οι ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες, οι κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, οι αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρίες, οι συμμετοχικές ή αφανείς, οι κοινοπραξίες της παρ. 2 του άρθρου 2 του π.δ. 186/1992 (Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων), οι συνεταιρισμοί που έχουν συσταθεί νόμιμα και ενώσεις αυτών, οι δημόσιες, δημοτικές και κοινωνικές επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα, οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που λειτουργούν με οποιονδήποτε τύπο εταιρίας μέσω μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα κατά την έννοια των διατάξεων του Άρθρου 100 παρ. 1 του Ν. 2238/94 (Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος Φυσικών και Νομικών Προσώπων) ή των οικείων Διμερών Συμβάσεων για την αποφυγή της Διπλής Φορολογίας μεταξύ της Ελλάδας και της Χώρας στην οποία η επιχείρηση έχει την έδρα τους, όπου υπάρχει τέτοια Σύμβαση. Παράλληλα διευκρινιζόταν ότι οι ανωτέρω επιχειρήσεις δεν χρειάζονται να υποβάλουν φακέλους τεκμηρίωσης των τιμών τους σε σχέση με συμβάσεις που συνομολογούν με φυσικά πρόσωπα που δε λειτουργούν ως επιχειρηματίες.
Στη συνέχεια, τον Μάιο του 2009 του Υπουργείο Ανάπτυξης εξέδωσε την ερμηνευτική με αρ. πρωτ. Α2- 2233, η οποία ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα, διευκρινίζει ότι:
Ο ορισμός των συνδεδεμένων επιχειρήσεων δίνεται από την παράγραφο 5 του άρθρου 42ε του Ν. 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιρειών» σε συνδυασμό με το άρθρο 96 παρ. 1 του ίδιου νόμου. Επισημαίνεται ότι στο πλαίσιο του Ν. 2190/1920 οι ρυθμίσεις που αφορούν σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις αφορούν κυρίως σε θέματα κατάρτισης εταιρικών ετήσιων λογαριασμών και ενοποιημένων λογαριασμών, καθώς αποτελούν προσαρμογή του ελληνικού δικαίου προς τις κοινοτικές οδηγίες περί ενοποιημένων λογαριασμών. Ειδικότερα, στο άρθρο 42ε παρ. 5 ορίζεται η σχέση μητρικής προς θυγατρικής ως η κύρια σχέση σύνδεσης επιχειρήσεων, ενώ στο άρθρο 96 παρ. 1 προβλέπονται δυο επιπλέον τρόποι σύνδεσης, οι οποίοι αν και δεν δημιουργούν σχέση μεταξύ μητρικής προς θυγατρική, είναι κρίσιμοι για την ύπαρξη υποχρέωσης ενοποίησης.
Σχέση μητρικής προς θυγατρική τεκμαίρεται αμάχητα ότι υπάρχει στις ακόλουθες εξαντλητικά απαριθμούμενες περιπτώσεις:
Πλειοψηφική συμμετοχή (άρ. 42 ε α υπό αα):
Σχέση μητρικής προς θυγατρική υφίσταται όταν μια επιχείρηση (μητρική) έχει την πλειοψηφία του κεφαλαίου ή εναλλακτικά των δικαιωμάτων ψήφου μιας άλλης επιχείρησης θυγατρικής. Η πλήρωση ενός από τα δύο περιστατικά (πλειοψηφία κεφαλαίου ή ψήφων) αρκεί για να θεωρηθούν οι δυο επιχειρήσεις συνδεδεμένες.
Συμβατικός έλεγχος της πλειοψηφίας των δικαιωμάτων ψήφου (άρ. 42 ε α υπό ββ):
Πρόκειται για την περίπτωση ύπαρξης συμφωνιών μετόχων ή εταίρων, που δίνουν τη δυνατότητα στη μητρική επιχείρηση να ελέγχει τα δικαιώματα ψήφου άλλων μετόχων ή εταίρων.
Διορισμός των μελών της διοίκησης (άρ. 42 ε α υπό γγ):
Συνδεδεμένες θεωρούνται δυο επιχειρήσεις και όταν μια επιχείρηση (η μητρική) συμμετέχει στο κεφάλαιο μιας άλλης επιχείρησης θυγατρικής) και έχει το δικαίωμα να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των μελών των οργάνων διοίκησης της τελευταίας αυτής επιχείρησης. Η δυνατότητα de facto επιρροής κατά την εκλογή της διοίκησης δεν αρκεί: απαιτείται νομικά διασφαλισμένη δυνατότητα επηρεασμού του διορισμού της πλειοψηφίας των μελών του διοικητικού οργάνου.
Κυριαρχική επιρροή ή έλεγχος ή ενιαία διεύθυνση (άρ. 42 ε α υπό δδ):
Προϋπόθεση της διάταξης είναι η δυνατότητα άσκησης ή η πραγματική άσκηση είτε κυριαρχικής επιρροής είτε ελέγχου σε άλλη επιχείρηση ή η υπαγωγή σε ενιαία διεύθυνση. Ως κυριαρχική επιρροή θα πρέπει να χαρακτηρισθεί εκείνη η νομική κατάσταση, από την οποία απορρέουν για την «κυρίαρχη» επιχείρηση οι ίδιες δυνατότητες επιρροής πάνω στην εξαρτημένη επιχείρηση όπως στις παραπάνω περιπτώσεις. Η άσκηση ή η δυνατότητα άσκησης κυριαρχικής επιρροής θα πρέπει να αφορά σε ορισμένους βασικούς τομείς στη λειτουργία της θυγατρικής, όπως εκείνους των επενδύσεων, της χρηματοδότησης, των προμηθειών, των πωλήσεων και του προσωπικού.
Η κυριαρχική επιρροή ασκείται κυρίως μέσω του ελέγχου των μελών της διοίκησης της θυγατρικής. Κρίσιμος είναι ο πραγματικός έλεγχος των αποφάσεων του διαχειριστικού οργάνου της θυγατρικής, ανεξάρτητα του αν αυτός προκύπτει π.χ. από τη σύμπτωση της πλειοψηφίας των προσώπων που απαρτίζουν τα διαχειριστικά όργανα των δύο εταιρειών.
Ως κυριαρχική επιρροή θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί και η οικονομική εξάρτηση της θυγατρικής από τη μητρική. Γίνεται δεκτό ότι το κριτήριο της κυριαρχικής επιρροής αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις μειοψηφικής συμμετοχής σε άλλη επιχείρηση. Ως έλεγχος εν προκειμένω θα πρέπει να θεωρηθεί η κατάσταση, από την οποία απορρέουν για την «κυρίαρχη» επιχείρηση οι ίδιες δυνατότητες επιρροής πάνω στην εξαρτημένη επιχείρηση όπως στις παραπάνω περιπτώσεις. Η ενιαία διεύθυνση αποτελεί έννοια οικονομική και προϋποθέτει τον ενιαίο σχεδιασμό της επιχειρηματικής πολιτικής των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, καθώς και την εφαρμογή αυτού του σχεδιασμού. Βασικό εννοιολογικό χαρακτηριστικό του όρου «ενιαία διεύθυνση» συνιστά το προβάδισμα των συμφερόντων του ομίλου. Η βάση πάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί η άσκηση ενιαίας διοίκησης μπορεί να είναι είτε συμβατική είτε de facto.
Σύμφωνα με το άρθρο 42ε υπό β, γ και δ συνδεδεμένες επιχειρήσεις είναι και οι θυγατρικές ή οι θυγατρικές των θυγατρικών των ανωτέρω επιχειρήσεων, ακόμα και αν δεν υφίστανται μεταξύ τους απευθείας δεσμοί συμμετοχής, καθώς και κάθε άλλη επιχείρηση που συνδέεται με τις ανωτέρω προσδιορισθείσες επιχειρήσεις με τις σχέσεις που περιγράφονται στο άρθρο 96 παρ. 1.
Διευκρινιζόταν ωστόσο, ότι για τους σκοπούς του Ν.3728/2008 η σχέση franchisor (δικαιοπάροχου) – franchisee (δικαιοδόχου) ή αποκλειστικού διανομέα δεν δημιουργεί κυριαρχική επιρροή ή έλεγχο ή ενιαία διεύθυνση μεταξύ των μερών κατά την έννοια του άρθρου 42ε (α) (δδ) του Ν. 2190/1920, και συνεπώς δε δημιουργεί από μόνη της υποχρέωση τεκμηρίωσης τιμών, εφ’ όσον δε συντρέχουν οι άλλες προϋποθέσεις του Άρθρου 42ε.
Οι κοινοπρακτικά συνδεόμενες εταιρείες δε νοούνται ότι μετέχουν σε ενδοομιλική συναλλαγή στα πλαίσια της σύμβασης της κοινοπραξίας.
Δεν εμπίπτει στην έννοια των ενδοομιλικών συναλλαγών, κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, η προικοδότηση υποκαταστήματος από το κεντρικό του.
Συμπεράσματα για την έννοια των « Συνδεδεμένων Επιχειρήσεων» :
1. Η έννοια των « Συνδεδεμένων Επιχειρήσεων», όπως καθορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 39 , του Κ.Φ.Ε, είναι αρκετά ευρύτερη από την έννοια που έως σήμερα είχε, στην πρακτική εφαρμογή της ( δηλ. στην υποχρέωση σύνταξης Ενοποιημένων Οικονομικών Καταστάσεων ), για τρείς κυρίως λόγους : α) Τα άρθρα 90 έως και 109 του Κ.Ν 2190/20, με βάση τα οποία προέκυπτε η υποχρέωση σύνταξης Ενοποιημένων Οικονομικών Καταστάσεων, θέτουν αρκετές εξαιρέσεις ( ύψος κύκλου εργασιών, μέγεθος, αντικείμενο κ.λ.π ), τα οποία δεν ισχύουν στην περίπτωση της υποχρέωσης τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών, β) Υπόκειται σε υποχρέωση οι επιχειρήσεις λόγω συμμετοχής των ιδίων προσώπων στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων και γ) Δεν υπάρχει εξαίρεση λόγω της Νομικής μορφής της επιχείρησης. Γενικά μια επιχείρηση μπορεί να απαλλάσσεται από την υποχρέωση κατάρτισης «Ενοποιημένων Οικονομικών Καταστάσεων» , αλλά να υπόκειται στις υποχρεώσεις που προβλέπουν τα άρθρα 39 έως 39Γ του Ν.2238/94, Κ.Φ.Ε.
2. Ενώ είναι σαφές ότι όπου υπάρχουν σχέσεις πλειοψηφίας ( μετοχικής ή διοικητικών οργάνων ) μεταξύ επιχειρήσεων ή προσώπων ( μετόχων ή διοικητικών οργάνων ), τότε οι επιχειρήσεις αυτές υπόκεινται στην υποχρέωση της τεκμηρίωσης, ενώ όπου η σχέση αυτή δεν υπάρχει , τότε η εξακρίβωση ή η απόδειξη της « σχέσης άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής ή οικονομικής εξάρτησης ή ελέγχου », καθίσταται δυσχερής.
Ενδιαφέρον έχει η προσέγγιση επί του θέματος με βάση αυτά που αναφέρονται στο « ΔΙΕΘΝΈΣ ΠΡΌΤΥΠΟ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΉΣ ΑΝΑΦΟΡΆΣ 10 Ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις » και του οποίου ορισμένα στοιχεία παρατίθενται στο παράρτημα του άρθρου ( ολόκληρο το κείμενο του Δ.Π.Χ.Α 10 , υπάρχει στο TaxHeaven ).
Β) Το είδος και το ύψος των συναλλαγών που υπόκειται σε τεκμηρίωση
Ειδικότερα στο « Άρθρο 39Α. Τεκμηρίωση τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών », του Κ.Φ.Ε ορίζονται τα εξής : « 1. Ημεδαπές επιχειρήσεις που συνδέονται με άλλη επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 39, υποχρεούνται να τηρούν Φάκελο Τεκμηρίωσης τιμών των ενδοομιλικών συναλλαγών τους. Ειδικά οι εμποροβιομηχανικές εταιρίες που έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967 (Α΄ 132) απαλλάσσονται από την υποχρέωση τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών τους. Επίσης, εξαιρούνται συναλλαγές με μία ή περισσότερες συνδεδεμένες επιχειρήσεις η αξία των οποίων δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ αθροιστικά, εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα της διαχειριστικής χρήσης για το σύνολο των συνδεδεμένων δεν υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια ευρώ ή η αξία των οποίων δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα της διαχειριστικής χρήσης για το σύνολο των συνδεδεμένων υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ.
Συμπεράσματα για τις υποκείμενες σε τεκμηρίωση συναλλαγές :
1.Γενικός κανόνας : Σε τεκμηρίωση υπόκεινται όλες οι συναλλαγές μεταξύ Συνδεδεμένων Επιχειρήσεων ( εκτός των επιχειρήσεων του α.ν. 89/1967) , εκτός εκείνων που δεν ξεπερνούν τα όρια που αναφέρονται στην παρ.1 του άρθρου 39 του Κ.Φ.Ε.. Επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει όριο κύκλου εργασιών της επιχείρησης για την εξέταση της υπαγωγής ή όχι στην υποχρέωση τεκμηρίωσης, ενώ με τις προηγούμενες διατάξεις, επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών μικρότερο του 1.000.000 ευρώ δεν είχαν τέτοια υποχρέωση, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ενδοομιλικών συναλλαγών . Με την αλλαγή αυτή και οι μικρές επιχειρήσεις υπάγονται στην υποχρέωση τεκμηρίωσης, εφόσον φυσικά έχουν ενδοομιλικές συναλλαγές μεγαλύτερες του ποσού των 100.000 ευρώ.
2. Πέραν της «κλασσικής » συναλλαγής της αγοροπωλησίας αγαθών και υπηρεσιών η υποχρέωση τεκμηρίωσης ισχύει και για :
α) Μεταβιβάσεις Μετοχών, Εταιρικών μερίδων ή μεριδίων, ποσοστών συμμετοχής σε κοινωνία αστικού δικαίου που ασκεί επιχείρηση ή επάγγελμα ή σε κοινοπραξία, εκτός κοινοπραξίας τεχνικών έργων ( Άρθρο 13 του Κ.Φ.Ε ).
β) «Ειδικά για συμβάσεις δανείου που συνάπτονται μεταξύ ημεδαπής επιχείρησης και επιχειρήσεων συνδεδεμένων με αυτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 39 και 39Α.» (παρ. 3 του άρθρου 25 του Κ.Φ.Ε.) .
γ) «Για μεταβιβάσεις ακινήτων που πραγματοποιούνται μεταξύ ημεδαπής επιχείρησης και επιχειρήσεων συνδεδεμένων με αυτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 39 και 39Α.» (παρ. 3 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε. )
δ) « ι) Των δικαιωμάτων ή αποζημιώσεων που καταβάλλονται σε επιχειρήσεις και οργανισμούς για τη χρησιμοποίηση τεχνικής βοήθειας, ευρεσιτεχνιών, σημάτων σχεδίων, μυστικών βιομηχανικών μεθόδων και τύπων, πνευματικής ιδιοκτησίας και άλλων συναφών δικαιωμάτων. Όταν οι πιο πάνω αποζημιώσεις ή δικαιώματα καταβάλλονται σε αλλοδαπούς οργανισμούς ή αλλοδαπές επιχειρήσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 39,39Α και 51Β του παρόντος κώδικα, εκπίπτουν με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:………… (περ. ι του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. )
ε) « ιη) Των εξόδων για διοικητική υποστήριξη, οργάνωση, αναδιοργάνωση και για υπηρεσίες γενικά που παρέχονται στην επιχείρηση από επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο ημεδαπό ή αλλοδαπό όμιλο ή και από τρίτους για σκοπούς που σχετίζονται με τα γενικότερα συμφέροντα του ομίλου με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 39 και 39Α.» (περ. ιη του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. )
στ) «Εξαιρετικά οι δαπάνες αγοράς αγαθών, λήψης υπηρεσιών, καθώς και κάθε άλλη κατηγορία δαπάνης η οποία προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, από εταιρείες με έδρα σε μη συνεργάσιμα κράτη ή κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς δεν εμπίπτουν στις ανωτέρω διατάξεις όταν καταβάλλονται σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις τους στην αλλοδαπή, για τις οποίες προβλέπεται η τήρηση ειδικών φακέλων τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών.» ( παρ. 1 του άρθρου 51Β του Κ.Φ.Ε. ).
Επίσης θα πρέπει να τονίσουμε ότι :
Η διαδικασία τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών, είναι μια διαδικασία που γίνεται με βάσει τις οδηγίες ««κατευθυντήριες Οδηγίες του Ο.Ο.Σ.Α περί ενδοομιλικών τιμολογήσεων » του Ο.Ο.Σ.Α ( Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ) και δεν καλύπτεται η υποχρέωση αυτή από το γεγονός ότι η μια συνδεδεμένη επιχείρηση πωλεί στην άλλη με ένα ποσοστό κέρδους ( ακόμα και αν οι δύο είναι κερδοφόρες ), με την έννοια δηλαδή, ότι θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι δεν υπάρχει απώλεια φορολογικών εσόδων. Δηλαδή το αποτέλεσμα μιας ενδοομιλικής συναλλαγής, από το οποίο δεν προκύπτει για το Κράτος απώλεια φορολογικών εσόδων, δεν είναι αρκετό να καλύψει την υποχρέωση για τεκμηρίωση με βάση τα προβλεπόμενα στα άρθρα 39 έως 39Γ του Κ.Φ.Ε. .
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
I. « ΔΙΕΘΝΈΣ ΠΡΌΤΥΠΟ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΉΣ ΑΝΑΦΟΡΆΣ 10 Ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις » ( Αποσπάσματα : «ΣΤΌΧΟΣ 1 Στόχος του παρόντος ΔΠΧΑ είναι να καθορίσει τις αρχές για την παρουσίαση και την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, όταν μια οικονομική οντότητα ελέγχει μία ή περισσότερες άλλες οικονομικές οντότητες…. Έλεγχος 5 Ένας επενδυτής, ανεξάρτητα από τη φύση της συμμετοχής του σε μια οικονομική οντότητα (εκδότρια), καθορίζει εάν πρόκειται για μητρική εκτιμώντας εάν ελέγχει την εκδότρια. 6 Ένας επενδυτής ελέγχει μια εκδότρια όταν είναι εκτεθειμένος ή έχει δικαιώματα σε κυμαινόμενες αποδόσεις στο πλαίσιο της συμμετοχής του στην εκδότρια και έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τις αποδόσεις αυτές μέσω της εξουσίας του επί της εκδότριας. 7 Επομένως, ένας επενδυτής ελέγχει μια εκδότρια, εάν και μόνο διαθέτει όλα τα ακόλουθα: α) εξουσία επί της εκδότριας (βλέπε παραγράφους 10-14)· β) τοποθετήσεις ή δικαιώματα με μεταβλητές αποδόσεις από τη συμμετοχή του στην εκδότρια (βλ. παραγράφους 15 και 16)· και γ) δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την εξουσία του επί της εκδότριας για να επηρεάσει το ύψος των αποδόσεών του (βλ. παραγράφους 17 και 18)…. Εξουσία 10 Ένας επενδυτής έχει εξουσία επί μιας εκδότριας όταν ο επενδυτής έχει δικαιώματα που του παρέχουν την τρέχουσα ικανότητα να διευθύνει τις συναφείς δραστηριότητες, δηλαδή τις δραστηριότητες που επηρεάζουν σημαντικά τις αποδόσεις της εκδότριας. 11 Η εξουσία απορρέει από τα δικαιώματα. Ορισμένες φορές η εκτίμηση της εξουσίας είναι απλή, όπως όταν η εξουσία επί μιας εκδότριας αποκτάται απευθείας και αποκλειστικά από τα δικαιώματα ψήφου που παρέχονται από συμμετοχικούς τίτλους, όπως μετοχές, και μπορεί να εκτιμηθεί με την εξέταση των δικαιωμάτων ψήφου από τις συμμετοχές αυτές. Σε άλλες περιπτώσεις η εκτίμηση είναι πιο πολύπλοκη και απαιτεί την εξέταση περισσότερων από έναν παραγόντων, για παράδειγμα, όταν η εξουσία απορρέει από μια ή περισσότερες συμβατικές ρυθμίσεις. 12 Ένας επενδυτής με την τρέχουσα ικανότητα να διευθύνει τις συναφείς δραστηριότητες, διαθέτει εξουσία, ακόμη και αν δεν έχει ασκήσει ακόμα τα δικαιώματά του να διευθύνει τις δραστηριότητες αυτές. Στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο επενδυτής διευθύνει τις συναφείς δραστηριότητες μπορούν να βοηθήσουν στο να προσδιοριστεί εάν ο επενδυτής ασκεί εξουσία, αλλά τα στοιχεία αυτά δεν είναι, αυτά καθαυτά, αποφασιστικής σημασίας προκειμένου να προσδιοριστεί αν ο επενδυτής ασκεί εξουσία σε μια εκδότρια. ……….14 Ένας επενδυτής μπορεί να ασκήσει εξουσία σε μια εκδότρια, ακόμη και αν άλλες οντότητες διαθέτουν υφιστάμενα δικαιώματα που τους παρέχουν την τρέχουσα ικανότητα να συμμετέχουν στη διεύθυνση των συναφών δραστηριοτήτων, για παράδειγμα, όταν μια άλλη οικονομική οντότητα ασκεί σημαντική επιρροή. Ωστόσο, ένας επενδυτής που κατέχει μόνο δικαιώματα προστασίας δεν ασκεί εξουσία σε μια εκδότρια (βλ. παραγράφους Β26-Β28), και, κατά συνέπεια, δεν ελέγχει την εκδότρια……………… ΕΚΤΊΜΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΈΓΧΟΥ B2 Για να διαπιστώσει εάν ελέγχει μια εκδότρια, ένας επενδυτής εξετάζει εάν διαθέτει όλα τα ακόλουθα: α) εξουσία επί της εκδότριας·β) τοποθετήσεις ή δικαιώματα με μεταβλητές αποδόσεις από τη συμμετοχή του στην εκδότρια· και γ) δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την εξουσία του επί της εκδότριας για να επηρεάσει το ύψος των αποδόσεών του. B3 Για να προσδιοριστούν τα ανωτέρω, θα πρέπει να εξεταστούν οι ακόλουθοι παράγοντες: α) ο σκοπός και ο σχεδιασμός της εκδότριας (βλέπε παραγράφους B5-B8)· β) ποιες είναι οι συναφείς δραστηριότητες και πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις σχετικά με τις δραστηριότητες αυτές (βλ. παραγράφους Β11-Β13)· γ) εάν τα δικαιώματα του επενδυτή του παρέχουν την τρέχουσα ικανότητα να διευθύνει τις συναφείς δραστηριότητες (βλέπε παραγράφους Β14-B54)· δ) εάν ο επενδυτής διατηρεί τοποθετήσεις ή δικαιώματα με μεταβλητές αποδόσεις από τη συμμετοχή του στην εκδότρια (βλ. παραγράφους B55–B57)· και B7 ε) εάν ο επενδυτής έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την εξουσία του επί της εκδότριας για να επηρεάσει το ύψος των αποδόσεών του (βλ. παραγράφους B58–B72). B4 Κατά την εκτίμηση του ελέγχου μιας εκδότριας ο επενδυτής λαμβάνει υπόψη τη φύση της σχέσης του με τα άλλα μέρη (βλέπε παραγράφους B73-B75)………. B7 Για να προσδιοριστεί εάν ένας επενδυτής ελέγχει μια εκδότρια σε πιο περίπλοκες περιπτώσεις, μπορεί να είναι απαραίτητο να εξεταστεί το σύνολο ή μέρος των άλλων παραγόντων ……….B11 Οι αποδόσεις πολλών εκδοτριών εταιρειών επηρεάζονται σημαντικά από μια σειρά λειτουργικών και χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων. Παραδείγματα δραστηριοτήτων που, ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να είναι συναφείς δραστηριότητες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις εξής: α) πώληση και αγορά αγαθών ή υπηρεσιών·β) διαχείριση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων κατά τη διάρκεια της ζωής τους (συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης υπερημερίας)· γ) επιλογή, απόκτηση ή διάθεση περιουσιακών στοιχείων·
δ) διεξαγωγή έρευνας και ανάπτυξη νέων προϊόντων ή διαδικασιών· και B7 ε) προσδιορισμό της δομής χρηματοδότησης ή εξεύρεση πηγών χρηματοδότησης…….
Θα πρέπει να εξετάζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα, τα οποία, σε συνδυασμό με τα δικαιώματα και τους δείκτες που αναφέρονται στις παραγράφους Β19 και Β20 μπορεί να παρέχουν στοιχεία ότι τα δικαιώματα του επενδυτή είναι επαρκή, ώστε να ασκεί εξουσία επί της εκδότριας: α) Ο επενδυτής δύναται, χωρίς να διαθέτει το συμβατικό δικαίωμα να το πράξει αυτό, να διορίζει ή να εγκρίνει τα βασικά διοικητικά στελέχη της εκδότριας που έχει την ικανότητα να διευθύνει τις συναφείς δραστηριότητες. β) Ο επενδυτής δύναται, χωρίς να διαθέτει το συμβατικό δικαίωμα να το πράξει αυτό, να κατευθύνει την εκδότρια στη σύναψη σημαντικών πράξεων ή την άσκηση βέτο σε τυχόν αλλαγές στις πράξεις αυτές, προς όφελος του επενδυτή. γ) Ο επενδυτής δύναται να ηγείται είτε της διαδικασίας υποβολής υποψηφιοτήτων για την εκλογή των μελών του διοικητικού οργάνου της εκδότριας είτε της παραλαβής πληρεξουσίων από άλλους κατόχους δικαιωμάτων ψήφου.
δ) Τα βασικά διοικητικά στελέχη της εκδότριας αποτελούν συνδεδεμένα μέρη του επενδυτή (για παράδειγμα, ο διευθύνων σύμβουλος της εκδότριας και ο διευθύνων σύμβουλος του επενδυτή είναι το ίδιο πρόσωπο). B7 Τα περισσότερα μέλη του διοικητικού οργάνου της εκδότριας αποτελούν συνδεδεμένα μέρη του επενδυτή.
B19 Ορισμένες φορές υπάρχουν ενδείξεις ότι ο επενδυτής έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με την εκδότρια, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο επενδυτής διατηρεί κάτι περισσότερο από παθητικά συμφέροντα σε αυτήν. Η ύπαρξη οποιουδήποτε μεμονωμένου δείκτη ή συγκεκριμένου συνδυασμού δεικτών δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πληρούται το κριτήριο της εξουσίας. Ωστόσο, όταν ένας επενδυτής διατηρεί κάτι περισσότερο από παθητικά συμφέροντα σε μια εκδότρια, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο επενδυτής έχει άλλα συγγενικά δικαιώματα τα οποία αρκούν ώστε να του παρέχουν την εξουσία ή αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία της εξουσίας που ασκεί σε μια εκδότρια. Για παράδειγμα, τα κατωτέρω υποδηλώνουν ότι ο επενδυτής διατηρεί κάτι περισσότερο από παθητικά συμφέροντα στην εκδότρια και, σε συνδυασμό με άλλα δικαιώματα, μπορεί να υποδηλώνουν την άσκηση εξουσίας: α) Τα βασικά διοικητικά στελέχη της εκδότριας που έχουν την ικανότητα να διευθύνουν τις συναφείς δραστηριότητες είναι πρώην ή νυν υπάλληλοι του επενδυτή. β) Οι δραστηριότητες της εκδότριας εξαρτώνται από τον επενδυτή, όπως στις ακόλουθες περιπτώσεις: (i) Η εκδότρια εξαρτάται από τον επενδυτή για να χρηματοδοτήσει ένα σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων της. (ii) Ο επενδυτής εγγυάται ένα σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων της εκδότριας. (iii) Η εκδότρια εξαρτάται από τον επενδυτή για την προμήθεια κρίσιμων υπηρεσιών, τεχνολογίας, προμηθειών ή πρώτων υλών. (iv) Ο επενδυτής ελέγχει περιουσιακά στοιχεία, όπως άδειες ή εμπορικά σήματα τα οποία είναι κρίσιμα για τις δραστηριότητες της εκδότριας. (v) Η εκδότρια εξαρτάται από τον επενδυτή όσον αφορά τα βασικά διοικητικά στελέχη, όπως όταν τα στελέχη του επενδυτή έχουν εξειδικευμένες γνώσεις για τη λειτουργία της εκδότριας.
……………….. Δικαιώματα προστασίας B26 Όταν εκτιμάται κατά πόσο τα δικαιώματα παρέχουν σε έναν επενδυτή εξουσία επί μιας εκδότριας, ο επενδυτής θα εκτιμήσει κατά πόσον τα δικαιώματά του, καθώς και τα δικαιώματα που κατέχουν άλλοι, είναι δικαιώματα προστασίας. Τα δικαιώματα προστασίας αφορούν θεμελιώδεις αλλαγές στις δραστηριότητες της εκδότριας ή εφαρμόζονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Ωστόσο, δεν είναι δικαιώματα προστασίας όλα τα δικαιώματα που εφαρμόζονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή εξαρτώνται από τα γεγονότα (βλέπε παραγράφους Β13 και Β53).
B27 Επειδή τα δικαιώματα προστασίας αποσκοπούν στην προστασία των συμφερόντων του κατόχου τους, χωρίς να του παρέχουν εξουσία σε μια εκδότρια την οποία αφορούν, ο επενδυτής που κατέχει μόνο δικαιώματα προστασίας δεν μπορεί να ασκεί εξουσία ή να εμποδίσει κάποιο άλλο μέρος να ασκεί εξουσία σε μια εκδότρια (βλέπε παράγραφο 14).
B28 Παραδείγματα δικαιωμάτων προστασίας περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
α) το δικαίωμα ενός δανειστή να εμποδίσει έναν οφειλέτη να προβεί σε δραστηριότητες που θα μπορούσαν να μεταβάλουν σημαντικά τον πιστωτικό κίνδυνο του οφειλέτη εις βάρος του δανειστή.
β) το δικαίωμα ενός μέρους που κατέχει μη ελέγχουσα συμμετοχή σε μια εκδότρια να εγκρίνει δαπάνες κεφαλαίου μεγαλύτερες από αυτές που απαιτούνται στο πλαίσιο της συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητες ή να εγκρίνει την έκδοση μετοχών ή χρεωστικών τίτλων.
γ) το δικαίωμα ενός δανειστή να κατάσχει τα περιουσιακά στοιχεία ενός οφειλέτη, εάν ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει τους όρους αποπληρωμής του δανείου.
Δικαιόχρηση B29 Μια συμφωνία δικαιόχρησης στην οποία η εκδότρια είναι ο δικαιοδόχος και συχνά παρέχει στον δικαιοπάροχο δικαιώματα που αποσκοπούν στην προστασία του δικαιώματος χρήσης του εμπορικού σήματος. Οι συμφωνίες δικαιόχρησης συνήθως παρέχουν στους δικαιοπάροχους ορισμένα δικαιώματα λήψης αποφάσεων όσον αφορά τη λειτουργία του δικαιοδόχου. B30 Γενικά, τα δικαιώματα των δικαιοπάροχων δεν περιορίζουν την ικανότητα των μερών, εκτός από τον δικαιοπάροχο, να λαμβάνουν αποφάσεις που έχουν σημαντική επιρροή στις αποδόσεις του. Επίσης, τα δικαιώματα του δικαιοπάροχου στις συμφωνίες δικαιόχρησης δεν παρέχουν κατ’ ανάγκη στον δικαιοπάροχο την τρέχουσα ικανότητα να διευθύνει τις δραστηριότητες που επηρεάζουν σημαντικά τις αποδόσεις του. B31 Είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ του να έχει κάποιος την τρέχουσα ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις που επηρεάζουν σημαντικά τις αποδόσεις του δικαιοδόχου και του να έχει κάποιος την ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις που προστατεύουν το δικαίωμα χρήσης του εμπορικού σήματος. Ο δικαιοπάροχος δεν ασκεί εξουσία επί του δικαιοδόχου, εάν άλλα μέρη έχουν υφιστάμενα δικαιώματα που τους παρέχουν την τρέχουσα ικανότητα να διευθύνουν τις συναφείς δραστηριότητες του δικαιοδόχου…… Εξουσία χωρίς την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου B38 Ένας επενδυτής μπορεί να ασκεί εξουσία ακόμη και αν κατέχει λιγότερο από την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου μιας εκδότριας. Ένας επενδυτής μπορεί να ασκεί εξουσία εάν κατέχει λιγότερο από την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου μιας εκδότριας, για παράδειγμα, μέσω: α) συμβατικής ρύθμισης μεταξύ του επενδυτή και άλλων κατόχων δικαιωμάτων ψήφου (βλέπε παράγραφο Β39)· β) δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες συμβατικές ρυθμίσεις (βλέπε παράγραφο B40)· γ) των δικαιωμάτων ψήφου του επενδυτή (βλέπε παραγράφους B41-B45)· δ) δυνητικών δικαιωμάτων ψήφου (βλέπε παραγράφους B47-B50)· ήε) συνδυασμού των σημείων α) έως δ). Συμβατική ρύθμιση με άλλους κατόχους δικαιωμάτων ψήφου B39 Μια συμβατική ρύθμιση μεταξύ ενός επενδυτή και άλλων κατόχων δικαιωμάτων ψήφου μπορεί να παρέχει στον επενδυτή το δικαίωμα να ασκήσει δικαιώματα ψήφου επαρκή, ώστε να του παρέχουν εξουσία, ακόμη και αν ο επενδυτής δεν έχει δικαιώματα ψήφου επαρκή, ώστε να του παρέχουν εξουσία χωρίς τη συμβατική ρύθμιση. Ωστόσο, μια συμβατική ρύθμιση μπορεί να εξασφαλίσει ότι ο επενδυτής δύναται να κατευθύνει αρκετούς άλλους κατόχους δικαιωμάτων ψήφου ως προς το πώς να ψηφίσουν για να μπορεί ο επενδυτής να λάβει αποφάσεις σχετικά με τις συναφείς δραστηριότητες. Δικαιώματα από άλλες συμβατικές ρυθμίσεις
B40 Άλλα δικαιώματα λήψης αποφάσεων, σε συνδυασμό με τα δικαιώματα ψήφου, μπορεί να παρέχουν σε έναν επενδυτή την τρέχουσα ικανότητα να διευθύνει τις σχετικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, τα δικαιώματα που ορίζονται σε μια συμβατική ρύθμιση, σε συνδυασμό με τα δικαιώματα ψήφου, μπορεί να είναι επαρκή ώστε να παρέχουν στον επενδυτή την τρέχουσα ικανότητα να διευθύνει τις παραγωγικές διαδικασίες μιας εκδότριας ή να διευθύνει άλλες λειτουργικές ή χρηματοδοτικές δραστηριότητες της εκδότριας, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά τις αποδόσεις της. Ωστόσο, ελλείψει οποιωνδήποτε άλλων δικαιωμάτων, η οικονομική εξάρτηση της εκδότριας από τον επενδυτή (όπως οι σχέσεις ενός προμηθευτή με τον κύριο πελάτη του) δεν συνεπάγεται ότι ο επενδυτής ασκεί εξουσία στην εκδότρια.
Δικαιώματα ψήφου του επενδυτή
B41 Ένας επενδυτής με λιγότερο από την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου κατέχει δικαιώματα που είναι επαρκή ώστε να του παρέχουν εξουσία, όταν διαθέτει στην πράξη την ικανότητα να διευθύνει μονομερώς τις συναφείς δραστηριότητες.
B42 Κατά την εκτίμηση του κατά πόσον τα δικαιώματα ψήφου ενός επενδυτή είναι επαρκή ώστε να του παρέχουν εξουσία, ο επενδυτής θα πρέπει να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα και τις περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των εξής:
α) το πλήθος των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει σε σχέση με το πλήθος και τη διασπορά των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχουν άλλα μέρη, σημειώνοντας ότι:
(i) όσο περισσότερα δικαιώματα ψήφου κατέχει ένας επενδυτής, τόσο πιο πιθανό είναι να κατέχει υφιστάμενα δικαιώματα που του παρέχουν την τρέχουσα ικανότητα να διευθύνει τις συναφείς δραστηριότητες·
(ii) όσο περισσότερα δικαιώματα ψήφου κατέχει ένας επενδυτής σε σχέση με τους άλλους κατόχους δικαιωμάτων ψήφου, τόσο πιο πιθανό είναι να κατέχει υφιστάμενα δικαιώματα που του παρέχουν την τρέχουσα ικανότητα να διευθύνει τις συναφείς δραστηριότητες·
(iii) όσο περισσότερα είναι τα μέρη που χρειάζονται για να έχουν την πλειοψηφία, τόσο πιο πιθανό είναι ο επενδυτής να κατέχει υφιστάμενα δικαιώματα που του παρέχουν την τρέχουσα ικανότητα να διευθύνει τις συναφείς δραστηριότητες·
β) τα δυνητικά δικαιώματα ψήφου που κατέχει ο επενδυτής, άλλοι κάτοχοι δικαιωμάτων ψήφου ή άλλα μέρη (βλέπε παραγράφους B47-B50)·
γ) τα δικαιώματα που απορρέουν από άλλες συμβατικές ρυθμίσεις (βλέπε παράγραφο B40) και
δ) τυχόν πρόσθετα γεγονότα και περιστάσεις που υποδηλώνουν ότι ο επενδυτής διαθέτει ή δεν διαθέτει την τρέχουσα ικανότητα να διευθύνει τις συναφείς δραστηριότητες κατά το χρόνο που οι αποφάσεις αυτές πρέπει να ληφθούν, όπως οι πρακτικές ψηφοφορίας κατά τις προηγούμενες συνελεύσεις των μετόχων.
B43 Όταν η διεύθυνση των συναφών δραστηριοτήτων καθορίζεται από την πλειοψηφία και ένας επενδυτής κατέχει κατά πολύ περισσότερα δικαιώματα ψήφου από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος κάτοχος δικαιωμάτων ψήφου ή οργανωμένος όμιλος κατόχων δικαιωμάτων ψήφου και οι άλλες συμμετοχές είναι ευρέως διασκορπισμένες, μπορεί να είναι σαφές, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες που αναφέρονται στην παράγραφο 42 α) – γ) και μόνο, ότι ο επενδυτής ασκεί εξουσία επί της εκδότριας. »
II. ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ «ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ».
Φορέας | Νόμος ή Εγκύκλιος | Σχέση Συνδεδεμένης |
Ευρωπαϊκή Ένωση | ||
Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003 | ||
α) µια επιχείρηση κατέχει την πλειοψηφία των δικαιωµάτων ψήφου των µετόχων ή των εταίρων άλλης επιχείρησης | ||
β) µια επιχείρηση έχει το δικαίωµα να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των µελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου άλλης επιχείρησης | ||
γ) µια επιχείρηση έχει το δικαίωµα να ασκήσει κυριαρχική επιρροή σε άλλη επιχείρηση βάσει σύµβασης που έχει συνάψει µε αυτήν ή δυνάµει ρήτρας του καταστατικού αυτής της τελευταίας | ||
δ) µια επιχείρηση που είναι µέτοχος ή εταίρος άλλης επιχείρησης ελέγχει µόνη της, βάσει συµφωνίας που έχει συνάψει µε άλλους µετόχους ή εταίρους της εν λόγω επιχείρησης, την πλειοψηφία των δικαιωµάτων ψήφου των µετόχων ή των εταίρων αυτής της επιχείρησης. | ||
Οι επιχειρήσεις που διατηρούν µια από τις εν λόγω σχέσεις µέσω ενός φυσικού προσώπου ή οµάδας φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού θεωρούνται επίσης συνδεδεµένες επιχειρήσεις καθόσον ασκούν το σύνολο ή τµήµα των δραστηριοτήτων τους στην ίδια αγορά ή σε όµορες αγορές. Ως όµορη αγορά δε, θεωρείται η αγορά ενός προϊόντος ή υπηρεσίας που βρίσκεται αµέσως ανάντη ή κατάντη της σχετικής αγοράς. | ||
Υπουργείο Οικονομικών | ||
Άρθρο 42ε του Ν. 2190/1920 | ||
α) Οι επιχειρήσεις εκείνες μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση μητρικής επιχείρησης προς θυγατρική. Σχέση μητρικής σχέσης προς θυγατρική υπάρχει όταν μία επιχείρηση (μητρική): | ||
(αα) ή έχει την πλειοψηφία του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας άλλης (θυγατρικής) επιχείρησης, έστω και αν η πλειοψηφία αυτή σχηματίζεται ύστερα από συνυπολογισμό των τίτλων και δικαιωμάτων που κατέχονται από τρίτους για λογαριασμό της μητρικής επιχείρησης, | ||
(ββ) ή ελέγχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου μιας άλλης (θυγατρικής) επιχείρησης ύστερα από συμφωνία με άλλους μετόχους ή εταίρους της επιχείρησης αυτής, | ||
(γγ) ή συμμετέχει στο κεφάλαιο μιας άλλης επιχείρησης και έχει το δικαίωμα, είτε άμεσα, είτε μέσω τρίτων, να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των μελών των οργάνων διοίκησης της επιχείρησης αυτής (θυγατρικής), | ||
δδ) – ή έχει την εξουσία να ασκεί ή πράγματι ασκεί κυριαρχική επιρροή ή έλεγχο σε άλλη επιχείρηση (θυγατρική επιχείρηση), – ή, με άλλη επιχείρηση (θυγατρική επιχείρηση), υπάγονται στην ενιαία διεύθυνση της μητρικής επιχείρησης. | ||
β) Οι συνδεμένες επιχειρήσεις της προηγούμενης περίπτωσης α, και κάθε μία από τις θυγατρικές ή τις θυγατρικές των θυγατρικών των συνδεμένων αυτών επιχειρήσεων. | ||
γ) Οι θυγατρικές επιχειρήσεις των προηγούμενων περιπτώσεων α και β, άσχετα αν μεταξύ των θυγατρικών αυτών δεν υπάρχει απευθείας δεσμός συμμετοχής. | ||
δ) Οι συνδεμένες επιχειρήσεις των προηγούμενων περιπτώσεων α, β και γ και κάθε άλλη επιχείρηση που συνδέεται με αυτές με τις σχέσεις των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 96, η οποία ορίζει ότι κάθε επιχείρηση, που διέπεται από το Ελληνικό δίκαιο, υπόκειται σε ενοποίηση εφόσον: | ||
– Η επιχείρηση αυτή, καθώς και μία ή περισσότερες επιχειρήσεις με τις οποίες δεν συνδέεται με τις σχέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 42ε, παρ. 5 περίπτ. α, έχουν τεθεί υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν συμβάσεως που έχει συναφθεί με την πρώτη επιχείρηση ή σύμφωνα με όρους του καταστατικού τους, ή | ||
– Τα διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά όργανα της επιχείρησης αυτής, καθώς και μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων με τις οποίες δεν συνδέεται με τις σχέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 42ε παρ. 5 περιπτ. α, αποτελούνται κατά πλειοψηφία από τα ίδια πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων. | ||
Άρθρο 11 του Ν. 4110/2013 | ||
Ως συνδεδεμένες νοούνται οι επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής ή οικονομικής εξάρτησης ή ελέγχου, ιδίως λόγω συμμετοχής της μίας στο κεφάλαιο ή τη διοίκηση της άλλης ή λόγω συμμετοχής των ιδίων προσώπων στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση και των δύο επιχειρήσεων, καθώς και οι επιχειρήσεις οι οποίες διαθέτουν σε μία από τις συνδεδεμένες τα ανωτέρω δικαιώματα ή δυνατότητες επιρροής. | ||
Υπουργείο Ανάπτυξης | ||
Α2- 2233/07-05-2009 | ||
Πλειοψηφική συμμετοχή (άρ. 42 ε α υπό αα): Σχέση μητρικής προς θυγατρική υφίσταται όταν μια επιχείρηση (μητρική) έχει την πλειοψηφία του κεφαλαίου ή εναλλακτικά των δικαιωμάτων ψήφου μιας άλλης επιχείρησης θυγατρικής. Η πλήρωση ενός από τα δύο περιστατικά (πλειοψηφία κεφαλαίου ή ψήφων) αρκεί για να θεωρηθούν οι δυο επιχειρήσεις συνδεδεμένες. | ||
Συμβατικός έλεγχος της πλειοψηφίας των δικαιωμάτων ψήφου (άρ. 42 ε α υπό ββ): Πρόκειται για την περίπτωση ύπαρξης συμφωνιών μετόχων ή εταίρων, που δίνουν τη δυνατότητα στη μητρική επιχείρηση να ελέγχει τα δικαιώματα ψήφου άλλων μετόχων ή εταίρων. | ||
Διορισμός των μελών της διοίκησης (άρ. 42 ε α υπό γγ): Συνδεδεμένες θεωρούνται δυο επιχειρήσεις και όταν μια επιχείρηση (η μητρική) συμμετέχει στο κεφάλαιο μιας άλλης επιχείρησης θυγατρικής) και έχει το δικαίωμα να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των μελών των οργάνων διοίκησης της τελευταίας αυτής επιχείρησης. Η δυνατότητα de facto επιρροής κατά την εκλογή της διοίκησης δεν αρκεί: απαιτείται νομικά διασφαλισμένη δυνατότητα επηρεασμού του διορισμού της πλειοψηφίας των μελών του διοικητικού οργάνου. | ||
Κυριαρχική επιρροή ή έλεγχος ή ενιαία διεύθυνση (άρ. 42 ε α υπό δδ): Προϋπόθεση της διάταξης είναι η δυνατότητα άσκησης ή η πραγματική άσκηση είτε κυριαρχικής επιρροής είτε ελέγχου σε άλλη επιχείρηση ή η υπαγωγή σε ενιαία διεύθυνση. Ως κυριαρχική επιρροή θα πρέπει να χαρακτηρισθεί εκείνη η νομική κατάσταση, από την οποία απορρέουν για την «κυρίαρχη» επιχείρηση οι ίδιες δυνατότητες επιρροής πάνω στην εξαρτημένη επιχείρηση όπως στις παραπάνω περιπτώσεις. Η άσκηση ή η δυνατότητα άσκησης κυριαρχικής επιρροής θα πρέπει να αφορά σε ορισμένους βασικούς τομείς στη λειτουργία της θυγατρικής, όπως εκείνους των επενδύσεων, της χρηματοδότησης, των προμηθειών, των πωλήσεων και του προσωπικού. | ||
Επισήμανση 1: Για τους σκοπούς του Ν.3728/2008 η σχέση franchisor (δικαιοπάροχου) – franchisee (δικαιοδόχου) ή αποκλειστικού διανομέα δεν δημιουργεί κυριαρχική επιρροή ή έλεγχο ή ενιαία διεύθυνση μεταξύ των μερών κατά την έννοια του άρθρου 42ε (α) (δδ) του Ν. 2190/1920, και συνεπώς δε δημιουργεί από μόνη της υποχρέωση τεκμηρίωσης τιμών, εφ’ όσον δε συντρέχουν οι άλλες προϋποθέσεις του Άρθρου 42ε. | ||
Επισήμανση 2: Οι κοινοπρακτικά συνδεόμενες εταιρείες δε νοούνται ότι μετέχουν σε ενδοομιλική συναλλαγή στα πλαίσια της σύμβασης της κοινοπραξίας. | ||
Επισήμανση 3: Δεν εμπίπτει στην έννοια των ενδοομιλικών συναλλαγών, κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, η προικοδότηση υποκαταστήματος από το κεντρικό του. |